- λογιστής
- ο θηλ. λογίστρια (Α λογιστής) [λογίζομαι]νεοελλ.1. αυτός που καταγράφει συστηματικά και ταξινομεί τις οικονομικές συναλλαγές και τα οικονομικά και νομικά γεγονότα μιας οικονομικής μονάδας και απεικονίζει σε ειδικές καταστάσεις και με μια ορισμένη τεχνική μεθοδολογία τη συνοπτική οικονομική θέση τής επιχείρησης, καθώς και τα αποτελέσματα τής δραστηριότητάς της έτσι ώστε να είναι δυνατός ο έλεγχος τής διαχείρισης και η λήψη οικονομικών αποφάσεων2. ελεύθερος επαγγελματίας που αναλαμβάνει να τηρεί τα λογιστικά βιβλία3. φρ. «ορκωτοί λογιστές» — τα μέλη ενός σώματος που έχουν το δικαίωμα να ασκούν έλεγχο σε μεγάλες επιχειρήσεις, είτε ύστερα από αίτηση τών ενδιαφερομένων είτε υποχρεωτικά από τον νόμο είτε μετά από κρατική επιταγήαρχ.1. αυτός που κάνει λογαριασμό2. δάσκαλος αριθμητικής3. αυτός που σκέφτεται λογικά, κριτής («δίκαιος λογιστὴς τῶν... ὑπηργμένων», Δημοσθ.)4. στον πληθ. οἱ λογισταί α) σώμα δώδεκα ανδρών, που εκλέγονταν από τη βουλή με κλήρωση στην αρχαία Αθήνα και στο οποίο υπέβαλλαν οι άρχοντες τους λογαριασμούς τους προς έλεγχο μετά τη λήξη τής θητείας τους στην εξουσία, αλλ. εὔθυνοι ή ἐξετασταίβ) επιμελητές στην αρχαία Ρώμη που είχαν δικαστικά και οικονομικά καθήκοντα5. φρ. «λογισταὶ τῶν χορῶν»μτφ. το ακροατήριο θεάτρου.
Dictionary of Greek. 2013.